- καλοσχηματίζομαι
- κᾰλο-σχηματίζομαι, [voice] Pass., Astrol.,A to be grouped in propitious lineation, Cat.Cod.Astr.6.61.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλοσχηματίζομαι — (Α καλοσχηματίζομαι) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) καλοσχηματισμένος, η, ο ο σχηματισμένος καλά αρχ. (για αστέρες ή ζώδια) καταλαμβάνω ευνοϊκή θέση που προοιωνίζεται καλά … Dictionary of Greek